κερασέα
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
English (LSJ)
and κερᾰσ-ία, ἡ,
A = κερασός, cherry-tree, Gp.3.4.4, 10.41.2. -ινον, τό, cherry-coloured dye, PHolm.21.31.
German (Pape)
[Seite 1421] ἡ, der Kirschbaum, Sp., wie Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
κερᾰσέα: καὶ κερᾰσία, ἡ, = κέρασος, κοινῶς «κερασιά», Γεωπ. 3. 4, 4. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 555.