διαφοιτάω
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
Aeol. part.
A ζαφοίταισ' Sapph.Supp.25.15:—wander, roam, l.c., Hdt.1.60; go backwards and forw ards, ib.186; of hounds on the scent, X.Cyn.3.3; δ. διὰ τῆς χώρας Ar.Av.557; ἀν' ἐρῆμον δρίος prob. in Lyr.Alex.Adesp.7.2; δ. τῆς Ἰταλίας Plu.Caes.33: c. acc., διαφοιτῶντες [τὸ ζεῦγμα] Philostr.Im.2.17; οἰμωγὴ δ. τὸν στρατόν Id.Her.19.12; of a report, spread, εἰς Πώμην Plu.Fab.8, cf. Luc.Alex.7, Hdn.1.4.8, etc. II permeate, ψυχὴ διαπεφοιτηκυῖα (sc. σώματος) Plot.1.1.4, cf. M.Ant.8.54; [δημιουργὸς] τῆς ὅλης [τῆς ὕλης] διαπεφοιτηκώς Gal.4.561.
German (Pape)
[Seite 611] ion. διαφοιτέω, auseinander gehen, sich überall hin verbreiten, umherschweifen; Her. 1, 60; Xen. Cyr. 6, 2, 12; διὰ τῆς χώρας Ar. Av. 557; τῆς Ἰταλίας Plut. Caes. 33; μῦθος, λόγος διεφοίτησε, verbreitete sich, Luc. Nigr. 7, 10; Plut. Fab. 8, u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διαφοιτάω: Ἰων. -έω, περιπλανῶμαι, περιφέρομαι συνεχῶς, Ἡρόδ. 1. 60, 186· διὰ τῆς χώρας Ἀριστοφ. Ὄρν. 557· δ. τῆς Ἰταλίας Πλούτ. Καίσ. 33·- ἐπὶ φήμης, διαδίδομαι, Πλούτ. Φαβ. 8, κτλ.