οἰδαλέος
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
α, ον,
A swollen, οἰδαλέους ἀμφ' ὀδύνῃς πνεύμονας Archil.9.4 ; χείλη οἰ. Nic.Al.210 : in late Prose, Dsc.Eup.1.78, Aret.SD1.16, etc.: Comp. -ώτερος Alex. Trall.Febr.3.
German (Pape)
[Seite 297] geschwollen, aufgeblasen, aufgedunsen; πνεύμονες, Archil. 48; Suid. erkl. ὑγρός; sp. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
οἰδαλέος: -α, -ον, (οἰδέω) ἐξωγκωμένος, οἰδαλέους ἀμφ’ ὀδύνῃ πλεύμονας Ἀρχίλ. 8· οἰδ. χείλη Νικ. Ἀλ. 210.