παρεκτρέπω
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
English (LSJ)
A turn aside, ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν E.Supp.1111 :— Pass., to be turned aside, deviate, παρεκτετράφθαι Arist.GA773a15; π. εἰς . . Plu.2.114d; π. τῆς ὁδοῦ Sch.Ar.Ach.81.
German (Pape)
[Seite 514] nebenbei weg- od. abwenden; übtr., βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥςτε μὴ θανεῖν, Eur. Suppl. 1111; entstellen, verdrehen, Sp. – Pass., sich vom Wege abwenden, ausweichen, Sp., wie Plut. cons. ad Apoll. p. 350; τῆς ὁδοῦ, Schol. Ar. Ach. 81; παρεκτετράφθαι, im Ggstz von συμπεφυκέναι, Arist. de gen. anim. 4, 4.
Greek (Liddell-Scott)
παρεκτρέπω: τρέπω, ἐκτρέπω κατὰ μέρος, Εὐριπ. Ἱκέτ. 1111 (ἴδε ἐν λ. ὀχετός). ΙΙ. διαστρέφω, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 33. - Παθ., τρέπομαι κατὰ μέρος, παρεκτρέπομαι, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 46 π. εἰς... Πλούτ. 2. 114D· π. τῆς ὁδοῦ Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 81.