Μίμας
From LSJ
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
English (LSJ)
[ῐ], αντος, ὁ, a promontory in Ionia, Od.3.172:—hence Μῐμαντοβάτης [βᾰ], ου, ὁ, title of an official at Erythrae, IGRom.4.1543.
Greek (Liddell-Scott)
Μίμας: [ῐ], -αντος, ὁ, ἀπόκρημνος προέχουσα ἀκτὴ τῆς Ἰωνίας ἀπέναντι τῆς Χίου, Ὀδ. Γ. 172. ΙΙ. ὄνομα κενταύρου, μελαγχαίτην τε Μίμαντα Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 186.