ἀρύταινα

From LSJ
Revision as of 11:20, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

Αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε, κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν → Ask, and it shall be given you; seek, and ye shall find; knock, and it shall be opened unto you (Matthew 7:7)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρύταινα Medium diacritics: ἀρύταινα Low diacritics: αρύταινα Capitals: ΑΡΥΤΑΙΝΑ
Transliteration A: arýtaina Transliteration B: arytaina Transliteration C: arytaina Beta Code: a)ru/taina

English (LSJ)

[ᾰρῠ], ης, ἡ, fem. of ἀρυτήρ, Ar.Eq.1092, Antiph.25.3, Thphr.Char.9.8, PMagd.33.3 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 364] ἡ, eine Gießkanne, Ar. Equ. 1087, nach Schol. χαλκοῦν σκεῦος ᾡ τὸ ἔλαιον ἐγχέουσιν εἰς λύχνους; – Theophr. char. 9, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρύταινα: [ῠ], ης, ἡ, θηλυκ. τύπος τοῦ ἀρυτήρ, εἶδος ἐλαιοδοχείου, ἀλλ’ ἐγὼ εἶδον ὄναρ, καί μοὐδόκει ἡ θεὸς αὐτὴ τοῦ δήμου καταχεῖν ἀρυταίνῃ πλουθυγίειαν, «χαλκοῦν σκεῦος, ᾧ τὸ ἔλαιον ἐγχέουσιν εἰς λύχνους» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 1091· λεκάνιον ὅπερ μετεχειρίζοντο ἐν τοῖς βαλανείοις ὡς νῦν τὸ «τάσι» πρὸς ἐπίχυσιν ὕδατος, κατασκεδῶ, νὴ τὴν φίλην Δήμητρα... ἀρύταιναν ὑμῶν ἐκ μέσου βάψασα τοῦ λέβητος ζέοντος ὕδατος Ἀντιφάν. ἐν «Ἀλειπτρίᾳ» 1· δεινὸς δὲ καὶ πρὸς τὰ χαλκεῖα τὰ ἐν τῷ βαλανείῳ προσελθὼν καὶ βάψας ἀρύταιναν, βοῶντος τοῦ βαλανέως, αὐτὸς αὐτοῦ καταχέασθαι Θεοφρ. Χαρ. 9· ἴδε καὶ Α. Β. 20, 22: πρβλ. ἀρύβαλλος.