ὀροθύνω

From LSJ
Revision as of 11:20, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀροθύνω Medium diacritics: ὀροθύνω Low diacritics: οροθύνω Capitals: ΟΡΟΘΥΝΩ
Transliteration A: orothýnō Transliteration B: orothynō Transliteration C: orothyno Beta Code: o)roqu/nw

English (LSJ)

used by Hom. once in pres., Od.18.407, but chiefly in Ep. impf. 3sg. ὀρόθῡνε (ν), Il.13.351, al.: aor. 1

   A ὠρόθυνα Lyc.693 ; imper. ὀρόθυνον Il.21.312 :—stir up, rouse, urge on, mostly of persons, Il.13.351, etc.; also of things, πάντας δ' ὀρόθυνον ἐναύλους 21.312 ; πάσας δ' ὀρόθυνεν ἀέλλας Od.5.292 : c. inf., urge one to do, A.R.1.522, 1275.— Ep. word, used in Pass. by A., στάσις τ' ἐν ἀλλήλοισιν ὠροθύνετο Pr. 202 ; and Herm. restores ὀροθύνεις (for ὀρθεῖς or ὀρθοῖς) in E.Ba. 1168 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 385] = ὄρνυμι, aufregen, anreizen; von Menschen, die Einer in Bewegung setzt, Il. 10, 332. 15, 572 u. öfter; πάσας δ' ὀρόθυνεν ἀέλλας Od. 5, 292, ἐναύλους Il. 21, 312; im med., Aesch. στάσις τ' ἐν ἀλλήλοισιν ὠροθύνετο, erhob sich, Prom. 200.

Greek (Liddell-Scott)

ὀροθύνω: [ῠ], ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μάλιστα ἐν τῷ Ἐπικ. παρατ. ὀρόθῡνον: ἀόρ. ὠρόθυνα Λυκόφρων 693: προστ. ὀρόθυνον Ἰλ. Φ. 312· - ὡς τὸ ὄρνυμι, ὀρίνω, ἀναταράττω, διεγείρω, ἐξεγείρω, παρορμῶ, προτρέπω, τὸ πλεῖστον ἐπὶ προσώπων, Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ.· ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, πάντας δ’ ὀρόθυνεν ἐναύλους Φ. 312· πάσας δ’ ὀρόθυνεν ἀέλλας Ὀδ. Ε. 292· μετ’ αἰτιατ., παρακινῶ τινα νὰ πράξῃ τι, παροτρύνω, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 522, 1275. - Ἐπικ. λέξις ἐν χρήσει ἐν τῷ παθ. παρ’ Αἰσχύλ., στάσις δ’ ἐπ’ ἀλλήλοισιν ὠροθύνετο Πρ. 200: ὁ δὲ Ἕρμανν. διορθοῖ ὀροθύνεις (ἀντὶ ὀρθεῖς ἢ ὀρθοῖς) ἐν Εὐρ. Βάκχ. 1169.