ὀκνηρός

From LSJ
Revision as of 11:21, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκνηρός Medium diacritics: ὀκνηρός Low diacritics: οκνηρός Capitals: ΟΚΝΗΡΟΣ
Transliteration A: oknērós Transliteration B: oknēros Transliteration C: okniros Beta Code: o)knhro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A shrinking, timid, ἐλπίδες -ότεραι Pi.N.11.22 ; ἀσθενέας καὶ ὀ. Hp.Acut.28 ; -ότερος ἐς τὴν πρᾶξιν Antipho 2.3.5 ; ἐς τὰ πολεμικὰ -ότεροι Th.4.55, cf. 1.142 ; esp. from fear, opp. τολμηρός, D.25.24 ; τὸ θῆλυ -ότερον Arist.HA608b13. Adv. -ρῶς reluctantly, X.An.7.1.7 ; ὀ. διακεῖσθαι D.10.28 : Comp. -ότερον X.Cyr.1.4.6.    2 idle, sluggish, Hierocl.Facet.211, al.    II of things, causing fear, vexatious, troublesome, ἡμῖν μὲν . . ταῦτ' ὀκνηρά S.OT834.

German (Pape)

[Seite 316] saumselig, bedenklich; ἐλπίδες ὀκνηρότεραι, Pind. N. 11, 22, von der Furcht; ταῦτ' ὀκνηρὰ ἡμῖν, Soph. O. R. 834; ἐς τὰ πολεμικὰ ὀκνηρότεροι ἐγένοντο, Thuc. 4, 55; ὀκνηρότερος εἰς τὴν πρᾶξιν, Antiph. 2 γ 5; ὀκνηρότερον προσιέναι, Xen. Cyr. 1, 4, 6; dem τολμηρός entgeggstzt, Dem. 25, 24, wie dem θρασύς, Luc. Nigr. A.; a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκνηρός: -ά, -όν, (ὄκνος) διστάζων, μὴ ἀποτολμῶν, δειλός, ὀκνηρός, ὡς και νῦν, Πινδ. Ν. 11. 28· ἀσθενὴς καὶ ὀκν. Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 388 ὀκνηρότερος ἐς τὴν πρᾶξιν Ἀντιφῶν 118. 24· ἐς τὰ πολεμικὰ Θουκ. 4. 55, πρβλ. 1. 142· ἰδίως ἐκ φόβου, ἀντίθετ., τῷ τολμηρός, θρασύς, Δημ. 777. 5· τὸ θῆλυ ὀκνηρότερον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 7 - Ἐπίρρ. ὀκνηρῶς. Ξεν. Ἀν. 7. 1, 7· ὀκν. διακεῖσθαι Δημ. 138. 24· συγκρ. -ότερον, Ξεν. Κύρ. 1. 1, 4, 6. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὁ ἐμποιῶν φόβον, ἐνοχλητικός, ὀχληρός, ἡμῖν μὲν ... ταῦτ’ ὀκνηρὰ Σοφ. Ο. Τ. 834. [˘οκν-, Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θεόκρ. 24. 35].