συναλλάσσω
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
Att. συναλλάττω, pf.
A συνήλλαχα SIG742.55 (Ephesus, i B.C.). etc.: 2 aor. Pass. συνηλλάγην PTeb.329.10:—bring into intercourse with, associate with, δίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροις A. Th.597:—Pass., have intercourse with, Ἑλένῳ συναλλαχθεῖσαν εὐναίοις γάμοις E.Andr.1245; ᾗ [εὐνῇ] ξυνηλλάχθης ἐμοί S.Aj.493. 2 reconcile, τινάς τισι Th.1.24; τινας, opp. διαλλάττειν, X.Vect.5.8; τινὰς εἰς εἰρήνην Act.Ap.7.26: abs., Pl.Lg.930a:—Pass. and Med., to be reconciled or come to terms with, make a league or alliance with, πρός τινας Th.8.90, X.An.1.2.1: abs., make peace, Th.5.5, X.HG2.4.43, etc.; μετρίως on fair terms, Th.4.19. II intr., have dealings with another, S.OT1110, E.Heracl.4; ἦ ξυνήλλαξάς τί που; hast thou had any dealings with him, S.OT1130. 2 enter into engagements or contracts (cf. συνάλλαγμα 11), Leg.Gort.9.44, al., Arist.EN1162b24, 1178b11, D.24.192, Din. ap. Gramm. in Reitzenstein Ind.Lect.Rost. 1892/3p.7, PCair.Zen.359.6, 12 (iii B.C.), SIGl.c.; οἱ συνηλλαχότες the parties to a contract, PTeb.5.212 (ii B.C.), cf. POxy.34i 10, al. (ii A.D.): c. acc. cogn., τοιοῦτον πρᾶγμα συναλλάττων D.30.12, cf. D.H.6.22, BGU1062.10:—Pass., to be the subject of a contract, PTeb.329.10 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 998] att. -ττω, mit einem Andern Etwas wechseln, umtauschen, vertauschen, Sp. – Dah. übertr., aussöhnen, vereinigen, Aesch. Spt. 579; so pass., καί σ' ἀντιάζω πρός τ' ἐφεστίου Διὸς εὐνῆς τε τῆς σῆς, ᾑ συνηλλάχθης ἐμοί, Soph. Ai. 493; Eur. Heracl. 4; Plat. Legg. XI, 930 a; πρός τινα, Thuc. 8, 90; Folgde; – intr. mit Einem Umgang, Verkehr haben, Soph. O. R. 1110; Eur. Heracl. 4; mit ihm umgehen, χρώμεθα ἀλλήλοις καὶ συναλλάττομεν, Dem. 24, 192.
Greek (Liddell-Scott)
συναλλάσσω: Ἀττικ. -ττω· μέλλ. -ξω· ― φέρω εἰς σχέσιν μετά τινος, σχετίζω, δίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροις Αἰσχ. Θήβ. 597. ― Παθητ., Ἑλένῳ συναλλαχθεῖσαν εὐναίοις γάμοις Εὐριπ. Ἀνδρ. 1245· ᾖ [εὐνῇ] ξυνηλλάχθης ἐμοὶ Σοφ. Αἴ. 493. 2) διαλλάττω, συμφιλιώνω, τινά τινι Θουκ. 1. 24· τινὰς Ξενοφ. Πόροι 5. 8· ἀπολ., Πλάτ. Νόμ. 930Α. ― Παθητ. καὶ μέσ., συνδιαλλάττομαι, ἢ ἔρχομαι εἰς συνεννόησιν μετά τινος, συμμαχῶ ἢ συνεταιρίζομαι μετά τινος, πρός τινα Θουκ. 8. 90, Ξενοφ. Ἀνάβ. 1. 2, 1· ἀπολ., κάμνω εἰρήνην, Θουκ. 5. 5, Ξεν., κλπ.· μετρίως, ἐπὶ δικαίοις ὅροις, Θουκ. 4. 19. ΙΙ. ἀμεταβ., ἔχω σχέσεις μετά τινος, συναντῶ αὐτόν που, μὴ συναλλάξαντά πω Σοφ. Ο. Τ. 1110, Εὐρ. Ἡρακλ. 4, Δημ. 760. 12· ὡσαύτως, ἦ ξυνήλλαξας τί πω; ἔσχες σχέσεις μετ’ αὐτοῦ ποτέ; Σοφ. Ο. Τ. 1130. 2) ἔρχομαι εἰς σχέσεις ἢ συμφωνίας μετά τινος (ἴδε συνάλλαγμα ΙΙ), Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 10. 8, 7, πρβλ. 8. 13, 5· κἑξ.· μετὰ συστοίχ. αἰτ., τοιοῦτο πρᾶγμα συναλλάττων Δημ. 867. 11, πρβλ. 8. 9. 21.