προσκαταλαμβάνω
From LSJ
English (LSJ)
A fasten down to a thing, τὰς χεῖρας πρὸς τὸ σῶμα Hp.Art.43:—Pass., [ἔναιμα] ῥητίνῃ προσκαταλαμβάνεται are treated with resin, have resin for one ingredient, ib.63.
German (Pape)
[Seite 768] (s. λαμβάνω), noch dazu einnehmen, D. Cass.
Greek (Liddell-Scott)
προσκαταλαμβάνω: δένω, στερεώνω ἐπί τινος ἢ πρός τι πρᾶγμα, τὰς δὲ χεῖρας παρὰ τὰς πλευρὰς περιτείναντα προσκαταβαλεῖν πρὸς αὐτὸ τὸ σῶμα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808. ― Παθ., ἔναιμα ῥυτίνῃ προσκαταλαμβανόμενα, ἔχοντα ῥητίνην ὡς μίαν τῶν ὑλῶν τῶν ἀποτελουσῶν αὐτά, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 829. 2) καταλαμβάνω προσέτι, Δίωνος Κ. Ἐκλογ. 92. 1. Sturz.