ἀνανέω
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
English (LSJ)
A come to the surface, Ael.NA5.22.
German (Pape)
[Seite 199] (s. νέω), heraufschwimmen, emportauchen, Ael. H. A. 5, 20; sich erholen, ἀπό τινος, Dio Chrys. I. 164.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνανέω: ἐξ οὗ τὰ παρ’ Ἡσυχίῳ: «ἀνανέσαι, καταστῆσαι, Κρῆτες» καὶ «ἀνανῆσαι, σφάξαι». μέλλ. -νεύσομαι, ἀναθέω, ἀνέρχομαι εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, Λατ. emergere, Αἰλ. περὶ Ζ. 5. 20: ἐντεῦθεν, ἀναλαμβάνω, Δίων Χρυσ.