εὐδιάω
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
Ep. part. εὐδιόων, (εὔδιος)
A to be fair or calm, of sea and weather, κόλπος A.R.2.371; [ἄνεμος] Opp.H.3.58; πάντῃ Διὸς -όωντος Arat.899; of persons, to enjoy such weather, A.R.2.903.
German (Pape)
[Seite 1062] (vgl. εὐδία), still, heiter sein, nur partic. praes. bei sp. D.; vom Meere, ruhig sein, Ap. Rh. 2, 371 Opp. Cyn. 1, 13; von den Seefahrern, τέμνον πλόον εὐδιόωντες 1, 424; ἄνεμος εὐδιόων Hal. 3, 58; vom Vogel, der nicht die Flügel schwingt, sondern ruhig schwebt, εὐκήλοισιν εὐδιόων πτερύγεσσιν Ap. Rh. 2, 935. Vgl. εὐδιάζω.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδιάω: Ἐπικ. μετοχ. εὐδιόων (εὔδιος), εἶμαι γαλήνιος, ἐπὶ θαλάσσης καὶ καιροῦ, κόλπῳ ἐν εὐδιόωντι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 371˙ ἄνεμος… ὅς κεν ἄῃσιν ἤπιος, εὐδιόων Ὁππ. Ἁλ. 3. 58, πρβλ. Ἄρατ. 899˙ ἐπὶ θαλασσοπλοούντων, πλέω μὲ οὔριον ἄνεμον, Ἀπολλ. Ροδ. Β. 903˙ πρβλ. διαύω.