κατεπιορκέω
From LSJ
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
English (LSJ)
A commit perjury against, τῶν θεῶν Nicol.Prog.in Rh.1.348, 365 W. II Med., effect by perjury, οὐ κατεπιορκησόμενος τὸ πρᾶγμα D.54.40.
German (Pape)
[Seite 1396] einen Meineid schwören, τῶν θεῶν, Sp.; – οὐ κατεπιορκησόμενος τὸ πρᾶγμα, um nicht durch einen Meineid die Sache durchzusetzen, Dem. 54, 40.
Greek (Liddell-Scott)
κατεπιορκέω: ἐπιορκῶ ἀναιδῶς, Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 1, πρβλ. Walz Ρήτ. 1. 348, 365. ΙΙ. Μέσ., δι’ ἐπιορκίας κατορθώνω, οὐ κατεπιορκησόμενος τὸ πρᾶγμα Δημ. 1269. 24.