ἐπιτεταμένως
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
English (LSJ)
Adv., (ἐπιτείνω)
A intensely, ἐ. λευκός Dsc.5.152 ; θερμαίνειν Id.1.77 ; vehemently, λαλεῖν Phld.Ir.p.74 W.; προπίνειν Ath. 2.45d, etc.
German (Pape)
[Seite 991] angespannt, stark, προπίνειν Ath. II, 45 d, a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτεταμένως: Ἐπίρρ., ἐν ἐπιτάσει, σφόδρα, λευκὴ ἐπιτεταμένως, λευκοτάτη, Διοσκ. 5. 171· ὑπερμέτρως, τοῖς προπίνουσιν ἐπιτεταμένως οὐκ οἰκείως διατίθεται ὁ στόμαχος, ἀλλὰ μᾶλλον κακοῦται Ἀθήν. 45D· μετ’ ἐπιτάσεως, ἐπιτεταμέωως, ὁρᾷ Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 635.