τίμησις
English (LSJ)
[τῑ], εως, ἡ,
A holding valuable, honouring, esteeming, Pl. Lg.696d, 728e. II estimation or valuation of property or merchandise, PRev.Laws 29.12, al. (iii B.C.), PCair.Zen.12.1, al. (iii B.C.), Plb.31.28.3: pl., SIG364.66 (Ephesus, iii B.C.); τὰς τ. προσεξεπλήρωσεν, = Lat. census explevit, Mon.Anc.Gr.19.10: Dor. τίμᾱσις, καρπῶ Docum.ant.dell' Africa Italiana 1.88 (Cyrene, iv B.C.). 2 assessment of damages, Pl.Lg.878e; τ. ποιεῖν τινι (opp. a capital charge) Antipho 5.10; ἀπαντᾶν εἰς τὴν τ. Aeschin.3.198, cf. D.53.18: Dor. τίμᾱσις Foed.Delph.Pell.1A 9. 3 rating or assessment for political purposes, Arist.Pol.1308b2 (pl.); ἀπὸ τιμήσεως πολίτευμα D.S.18.18; τοὺς πολίτας συντάξαι . . κατὰ τιμήσεις Plot.6.3.1; of the Roman census, D.H.1.74: pl., Str.3.5.3: pl. of one census, Plu. Caes.55. 4 payment, PSI4.327.10 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1115] ἡ, die Schätzung, Bestimmung des Werthes oder Preises; ἐὰν ἀμφισβητήσιμος ἡ τίμησις γίγνηται, Plat. Legg. IX, 878 e; Abschätzung der Strafe, Dem. 53, 18. – Bes. Schätzung des Vermögens, Census, οὔσης τῆς ὅλης τιμήσεως ὑπὲρ ἑξήκοντα τάλαντα, Pol. 32, 14, 3. – llebh. Werthschätzung, Hochschätzung, Verehrung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τίμησις: -εως, ἡ, (τιμάω) ἐκτίμησις, σεβασμός, Πλάτ. Νόμ. 696C, 728E. ΙΙ.ἐκτίμησις, διατίμησις περιουσίας, καθορισμὸς τῆς ἀξίας ἢ τιμῆς πράγματός τινος, μάλιστα δὲ περιουσίας, Πλάτ. Νόμ. 878Ε, Πολύβ. 32. 14, 3· τὰς τ. ἐκπληροῦν, καταβάλλειν πᾶσαν τὴν δαπάνην, Συλλ. Ἐπιγρ. 4040 VIII. 10. 2) προσδιορισμὸς ζημίας ἢ βλάβης, τ. ποιεῖν τινι (κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς κατηγορίαν κεφαλικήν), Ἀντιφῶν 130. 25· ἀπαντᾶν εἰς τὴν τ. Αἰσχίν. 82. 21, πρβλ. Δημ. 1252. 15. 3) ἐκτίμησις, ὑπολογισμὸς τῶν περιουσιῶν τῶν κατοίκων διὰ πολιτικοὺς σκοπούς, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 10· ἀπὸ τιμήσεως πολίτευμα Διόδ. 18. 18. ― Πρβλ. τιμάω ΙΙΙ.