στοιβή

From LSJ
Revision as of 11:28, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στοιβή Medium diacritics: στοιβή Low diacritics: στοιβή Capitals: ΣΤΟΙΒΗ
Transliteration A: stoibḗ Transliteration B: stoibē Transliteration C: stoivi Beta Code: stoibh/

English (LSJ)

ἡ, (στείβω)

   A thorny burnet, Poterium spinosum, Hp. Mul.2.186, Thphr.HP6.1.3, LXXIs.55.13, Dsc.4.12; its branches were used to make brooms, τὴν στέγην ὀφέλλοντα . . πυθμένι στοιβῆς Hippon.51; also to pack wine-jars, Trypho ap.A.D.Conj.247.27.    2 cushion, pad, Arist.PA654b26.    3 padding, Eup.Fr.inc.132 M. (om. Kock, v. Fr.409 K.); καθάπερ σ. like stuffing, Gal.UP7.2,8, cf. 12.3: metaph., 'padding', an expletive, Ar.Ra.1178, cf. Phld.Rh.2.40 S.    4 foundation-course below stylobate, IG42(1).102.3, al. (Epid., iv B.C.), 5(2).33 (Tegea, iii B.C.).    5 heap of corn, LXX Ru. 3.7; sheaf, shock of corn, ib.Jd.15.5 cod. A (στυβ-).

German (Pape)

[Seite 945] ἡ, das Stopfen; bei Galen. eine Pflanze, deren Blätter man zum Ausfüllen, Verstopfen der Löcher, zum Stopfen der Kissen brauchte; sonst φέως, Theophr.; Plut. Thes. 8; auch als Besen gebraucht, τὴν στέγην ὀφέλλοντα πυθμένι στοιβῆς, Hipponax bei Schol. Lycophr. 1165; Ausfüllung, Arist. partt. an. 2, 9. – Uebertr., Flickwort, Füllwort, κἄν που δὶς εἴπω ταὐτὸν ἢ στοιβὴν ἴδῃς ἐνοῦσαν ἔξω τοῦ λόγου, κατάπτυσον, Ar. Ran. 1176. – [Στοίβη ist falsche Betonung, vgl. Arcad. p. 104, 14.]

Greek (Liddell-Scott)

στοιβή: ἡ, (στείβω) θαμνῶδες φυτὸν ταὐτὸν τῷ φέως, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 1, 3· οἱ κλάδοι αὐτοῦ ἐχρησίμευον εἰς κατασκευὴν σαρώθρων, τὴν στέγην ὀφέλλοντα ... πυθμένι στοιβῆς Ἱππῶν. 42· ὡσαύτως πρὸς περιφύλαξιν στάμνων οἴνου, Α. Β. 515. 2) προσκεφάλαιον, στρωμάτιον, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 9, 6. 3) «γέμισμα», Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 132· καὶ μεταφορ., «παραγέμισμα», παραπλήρωμα, λέξις τιθεμένη μόνον διὰ νὰ κατέχῃ τόπον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1179. 4) καθόλου, σωρός, ὄγκος, λίθων, βοτρύων Εὐστ. Πονημάτ. 184. 39., 309. 41· ἐν στ. 55. 67· στ. κρεάτων 127. 77.