φλεβοπαλία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A beating of the pulse, Democr.120, Gal.9.499.
German (Pape)
[Seite 1290] ἡ, der Pulsschlag, Democrit. bei Erotian. v. φλενοδώδη.
Greek (Liddell-Scott)
φλεβοπᾰλία: ἡ, κτύπος ἢ παλμὸς τῆς φλεβός, «καὶ Δημόκριτος δὲ φλεβοπαλίαν καλεῖ τὴν τῶν ἀρτηριῶν κίνησιν» Ἐρωτιαν. σελ. 382 κἑξ.