ἐπεισαγωγή

From LSJ
Revision as of 11:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεισᾰγωγή Medium diacritics: ἐπεισαγωγή Low diacritics: επεισαγωγή Capitals: ΕΠΕΙΣΑΓΩΓΗ
Transliteration A: epeisagōgḗ Transliteration B: epeisagōgē Transliteration C: epeisagogi Beta Code: e)peisagwgh/

English (LSJ)

ἡ,

   A bringing in besides, ἑτέρων ἰητρῶν Hp.Praec.7; esp. of a second wife, J.AJ11.6.2; προσώπων ἐ. introduction of new characters, D.H.Vett.Cens.2.10 (pl.), cf. 3.3 (pl.); κρείττονος ἐλπίδος Ep.Hebr.7.19.    2 means of bringing or letting in, ἐπεσαγωγὰς τῶν πολεμίων Th.8.92.

German (Pape)

[Seite 911] ἡ, das außerdem Eiführen, Zubringen, Sp.; Thuc. 8, 92 im plur. Einlaßorte. – Das Nehmen einer zweiten Frau, Ios. – Das Einführen von Redefiguren, Rhett. – Die Einleitung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεισαγωγή: ἡ, ἡ πρὸς τοῖς ἄλλοις εἰσαγωγή, ἑτέρων ἰητρῶν ἐπεισαγωγὴν Ἱππ. 27. 20· ἰδίως ἐπὶ δευτέρας γυναικός, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 6, 2· προσώπων ἐπ., εἰσαγωγὴ νέων προσώπων ἢ χαρακτήρων εἰς τὴν σκηνὴν, Εὐριπίδου δὲ καὶ Σοφοκλέους ποικιλώτερος ταῖς τῶν προσώπων ἐπεισαγωγαῖς, περὶ τοῦ Αἰσχύλου, Διον. Ἁλ. τῶν Ἀρχ. Κρίσις 2. 10 (τόμ. 5. σ. 422, ἔκδ. Reisk.), πρβλ. 3. 3. 2) μέσον πρὸς εἰσαγωγήν, ἐπεισαγωγὰς τῶν πολεμίων Θουκ. 8. 92.