αἰκία

From LSJ
Revision as of 11:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰκία Medium diacritics: αἰκία Low diacritics: αικία Capitals: ΑΙΚΙΑ
Transliteration A: aikía Transliteration B: aikia Transliteration C: aikia Beta Code: ai)ki/a

English (LSJ)

ἡ, Att. for Ion. ἀεικίη (q.v.),

   A insulting treatment, outrage, A. Pr.179, S.El.515 (lyr.), OC748, etc.    2 torture, Plb.1.80.8, cf. 24.9.13: pl., torments, A.Pr.93, S.El.486 (lyr.), And.1.138, etc.    3 in Prose usu. law-term, assault, αἰκίας δίκη Pl.R.425d, 464e; ἦν ὁ τῆς βλάβης ὑμῖν νόμος πάλαι, ἦν ὁ τῆς αἰ., ἦν ὁ τῆς ὕβρεως D.21.35, cf. Lys.Fr.44, etc.    4 generally, suffering, Th.7.75. [Prob. misspelt for -εια (which is freq. v.l.); - - - in Poets.]

Greek (Liddell-Scott)

αἰκία: ἡ, Ἀττ. ἀντὶ τοῦ Ἰων. ἀεικείη (ὃ ἴδε), διαγωγὴ βλαπτική, προσβλητική, ἀπρεπὴς μεταχείρισις, κάκωσις, ἰδίως ἐπὶ πληγῶν καὶ ἄλλων σωματικῶν κακώσεων, Αἰσχύλ. Πρ. 177, Σοφ. Ἠλ. 514., Ο. Κ. 748. Κατὰ πληθ., Αἰσχύλ. Πρ. 93· Σοφ. Ἠλ. 486, 511. 2) παρὰ τοῖς πεζοῖς πρὸ πάντων ὡς δικανικὸς ὅρος, αἰκίας δίκη = ἰδιωτικὴ καταγγελία διὰ κάκωσιν ἢ προσβολὴν ἧττον σπουδαία τῆς ὁριζομένης περὶ ὕβρεως (ἥτις ἐλέγετο γραφή), Πλάτ. Πολ. 425D, 464Ε· καὶ συχν. παρὰ τοῖς Ρήτορσι· ἦν ὁ τῆς βλάβης ἡμῖν νόμος πάλαι, ἦν ὁ τῆς αἰκίας, ἦν ὁ τῆς ὕβρεως, Δημ. 525.14· πρβλ. Λυσ. Ἀποσπ. 27· Βοίκχ. Π. Οἰ. 2. σ. 102. 3) καθόλου, βλάβη, προσβολή, ἀτιμία, Θουκ. 7. 75 [αἰκῖα, διὸ ὁ Dawes, ὁ Πόρσ. καὶ ἄλλοι προτιμῶσι αἰκεία, πρβλ. ἀεικείη: ἀλλ’ ἴδε Ellendt. Λεξ. Σοφ.].