χαλαστικός
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
English (LSJ)
ή, όν, (χαλάω)
A fit for slackening or making supple, ἔλαιον σωμάτων χ. Sch.Il.23.281, cf. Plu.2.658e. 2 laxative, Gal.Sect.Intr.7; ὁ χ. τρόπος τῆς ἐπιμελείας S.E.P.2.240.
German (Pape)
[Seite 1327] zum Nachlassen, Abspannen, Erschlaffen gehörig, geschickt; S. Emp. pyrrh. 2, 240; Medic.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰλαστικός: -ή, -όν, (χαλάω) ὁ κατάλληλος πρὸς χαλάρωσιν ἢ ὁ ποιῶν τι χαλαρόν, μαλθακόν, ἔλαιον σωμάτων χ. Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ψ. 281, πρβλ. Πλούτ. 2. 658Ε. 2) ὁ ἐπιφέρων χάλασιν, χαλάρωσιν, Γαλην. 1. 86· ὁ χ. τρόπος τῆς ἐπιμελείας Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 240.