ἀγωνιστικός
Τερπνὸν κακὸν πέφυκεν ἀνθρώποις γυνή → Malum viris est mulier, at dulce est malum → Ein angenehmes Übel ist dem Mann die Frau
English (LSJ)
ή, όν,
A fit for contest, esp. in the games, δύναμις ἀ. Arist.Rh.1360b22; ἀ. σώματος ἀρετή ib.1361b21; ἡ -κή the art of combat or contest, Pi.Sph.225a sq.; τὸ ἀ. ib.219c, 219e. 2 fit for contest in speaking, ἀ. λέξις debating style, Arist.Rh.1413b9; contentions, λόγοι Id.SE165b11, al.; ἀ. διατριβαί Id.Top.157a23: Comp. -ώτεραι, προτάσεις Alex.Aphr. in Top.522.27. 3 masterly, striking, ἀ. προρρήματα Hp.Art.58; ἀ. τι ἔχους α having in it something glorious, ib.70; πράξεις Men.Rh. p.384S. b Rhet., striking, impressive, Longin.23.1; -κόν, τό, Id.22.3: Sup. -ώτατος ἑαυτοῦ, of Plato, Them.Or.34p.448D. 4 Medic., 'heroic', i.e. copious, πόσεις Philagr. ap. Orib.5.19. Adv. -κῶς Herod.ib.5.30.31, Gal.15.499; and so of 'heroic' measures generally, -κῶς θεραπεύειν 18(1).61. II of persons, contentious, eager for applause, Pl.Men.75c, Phld.Oec.p.65J. III Adv. -κῶς contentiously, Arist.Top.164b15; ἀ. ἔχειν to be disposed to fight, Plu. Sull.16: Comp., ἐπιστολὰς -ώτερον τοῦ δέοντος ἐπέστελλε Philostr. VS2.33.3. 2 dramatically, ᾄδειν Arist.Pr.918b21; opp.καταστατικῶς, Aps.p.266 H.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγωνιστικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος, κατάλληλος πρὸς ἀγῶνα· ἰδίᾳ κατὰ τοὺς δημοσίους ἀγῶνας, δύναμις ἀγ., Ἀριστ. Ῥητ. 1. 5, 6· ἀγ. σώματος ἀρετή, αὐτ. 14· ἡ ἀγωνιστική, ἡ τέχνη τοῦ ἀγωνίζεσθαι, μάχεσθαι, Πλάτ. Σοφ. 225Α. κἑξ.· οὕτω, τὸ ἀγωνιστικόν, αὐτ. 219C. D. 2) κατάλληλος, ἐπιτήδειος πρὸς ἀγῶνα λόγων, ἀγ. λέξις, ὕφος συζητήσεως, Ἀριστ. Ρητ. 3. 12, 1· ἀγ. λόγοι, συζητήσεις κατὰ πολὺ ὅμοιαι πρὸς τοὺς ἐριστικοὺς λόγους, ὁ αὐτ. Σοφ. Ἔλεγχ. 2 ἐν τέλ. καὶ ἀλλ.· ἀγ. διατριβαί, ὁ αὐτ. Τοπ. 8. 11, 2. 3) ἱκανὸς πρὸς νίκην, ἐπιτήδειος, γενναῖος, τολμηρός, ἀγ. προρρήματα, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 825· ἀγ. τι ἔχουσα, ἔχουσα ἐν ἑαυτῇ ἔνδοξόν τι, αὐτόθ. 832. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἐριστικός, ἔχων δίψαν ἐπαίνων, Πλάτ. Μένων 75C. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -κῶς, ἐριστικῶς, φιλονείκως Ἀριστ. Τοπ. 8. 14. τέλ.· ἀγ. ἔχειν, φιλονείκως, πρὸς μάχην διακεῖσθαι, Πλουτ. Σύλλ. 16. 2) μὲ τεχνικώτατον, ἀπηκριβωμένον ὕφος, Ἀριστ. Προβλ. 19, 15: - εὐθαρσῶς, ἀποφασιστικῶς, ἐν μεταγενεστ. ἰατρικοῖς Συγγρ.