ὀπιδνός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν,
A dreaded, awful, A.R.2.292 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 357] geschen't, gefürchtet, ἥτε (Στύξ) θεοῖσι ῥιγίστη πάντεσσιν ὀπιδνοτάτη τε πέλεται, Ap. Rh. 2, 292, Schol. ἐπιστροφῆς ἀξία.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπιδνός: -ή, -όν, φοβερός, ἐπίφοβος, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 292. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀπιδνή· φοβερά. πονηρά».