ἀπορητικός
καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers
English (LSJ)
ή, όν,
A inclined to doubt, Id.Aem.14, S.E.P.1.221, al.; ἀ. καὶ σκεπτικοί D.L.9.69, cf. Gell.11.5.6. Adv. -κῶς S.E.M.7.30, Procl. in Prm. p.562S. 2 dubitative, ἐπίρρημα Gal.7.661; ὕμνοι Men.Rh.p.343S.
German (Pape)
[Seite 321] zum Zweifeln geneigt, καὶ σκεπτικοί D. L.; Plut. Aemil. 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπορητικός: -ή, -όν, ἔχων κλίσιν πρὸς ἀπορίαν, ἀμφιβολίαν, Πλουτ. Αἰμίλ. 14, καὶ συχν. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ., σκεπτικός, τὸν Πλάτωνα οἱ μὲν δογματικὸν ἔφασαν εἶναι, οἱ δὲ ἀπορητικόν Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 221· ἀπορητικοὶ δὲ καὶ σκεπτικοὶ καὶ ἔτι ἐφεκτικοὶ καὶ ζητητικοί, ἀπὸ τοῦ οἷον δόγματος προσηγορεύοντο, περὶ τῶν ὀπαδῶν τοῦ Πύρρωνος, Διογ. Λ. 9. 69, 70: ― Ἐπίρρ. -κῶς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ.7. 30, κτλ.