ἄδραστος

From LSJ
Revision as of 11:33, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄδραστος Medium diacritics: ἄδραστος Low diacritics: άδραστος Capitals: ΑΔΡΑΣΤΟΣ
Transliteration A: ádrastos Transliteration B: adrastos Transliteration C: adrastos Beta Code: a)/drastos

English (LSJ)

Ion. ἄδρηστος, ον,

   A not running away, not inclined to do so, of slaves, Hdt.4.142, PLond.2.251.14 (iv A. D.): metaph., χαλκός D.Chr.37.10.—In Il. only as pr. n.

German (Pape)

[Seite 37] richtiger ἄδρατος, ungethan, VLL. ion. ἄδρηστος, unentrinnbar, unvermeidlich, Sp. Bei Her. ἀνδράποδα φιλοδέσποτα καὶ ἄδρηστα, die nicht zum Entlaufen geneigt sind, 4, 142.

Greek (Liddell-Scott)

ἄδραστος: Ἰων. ἄδρηστος, ον, (διδράσκω) ὁ μὴ ἀποδιδράσκων, ὁ μὴ διατεθειμένος ν’ ἀποδράσῃ, ἐπὶ δούλων, Ἡροδ. 4. 142: ― ἐν Ἰλιάδ. μόνον ὡς κύρ. ὄνομα. ΙΙ. παθ. = ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀποφύγῃ, Δίων Χρ. πρβλ. Ἀδράστεια.