πεντετηρίς
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A term of five years, διὰ πεντετηρίδος every fifth year (inclusively), Hdt.3.97, 4.94. II festival celebrated every fifth year (inclusively), Id.6.111, Th.3.104, IG 12.84.6, 32, 22.1172.27.
German (Pape)
[Seite 558] ἡ, Zeitraum von fünf Jahren; διὰ πεντετηρίδος, alle fünf Jahre, Her. 3, 97. 4, 94; πανηγύριας τὰς ἐν τῇσι πεντετηρίσι γινομένας, 6, 111, von den alle fünf Jahre gefeierten Panathenäen, wie Thuc. 3, 104, τὴν πεντετηρίδα τότε πρῶτον μετὰ τὴν κάθαρσιν ἐποίησαν οἱ Ἀθηναῖοι.
Greek (Liddell-Scott)
πεντετηρίς: -ίδος, ἡ, ὡς τὸ πενταιτηρίς, περίοδος πέντε ἐτῶν, Λατ. quinquennium, διὰ πενταετηρίδος, κατὰ πᾶν πέμπτον ἔτος, Ἡρόδ. 3. 97., 4. 94. ΙΙ. ἑορτὴ τελουμένη κατὰ πᾶν πέμπτον ἔτος, οἷον τὰ Παναθήναια ἐν Ἀθήναις, Ἡρόδ. 6. 111, Θουκ, 3. 104. Συλλ. Ἐπιγρ. 82. 27. ― Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 150.