ζώννυμι
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
English (LSJ)
(
A ὑπο-ζωνύναι IG12.73.9), (παρα-) Pl.R.553c; ζωννύω Hp. Mul.1.68: impf. ἐζώννυον Ev.Jo.21.18: fut. ζώσω LXXEx.29.9, Ev.Jo. l.c.: aor. 1 ἔζωσα Od.18.76, Hp.Art.14: pf. ἔζωκα Paus.8.40.2, (δι-) D.H.2.5:—Med. (v. infr. 11):—Pass., aor. 1 ἐζώσθην (δι-) Thphr.Sign.22: pf. ἔζωμαι (δι-) Th.1.6 ap. Phot., Suid. s.v. σέσωται, 3sg. ἔζωται (δι-) IG22.1491.36, (ὑπ-) ib.1621.68, ἔζωσται Hp.Art.l.c.; also in med. sense (v. infr.): rare in Att., even in compds.:—gird, esp. gird round the loins for a pugilistic conflict (v. infr.), ἄγον ζώσαντες ἀνάγκῃ Od.18.76 (here only Act. in Hom.); ζῶσέ [μιν] . . Ἀθήνη Hes.Op.72; ζ. τινά hug him in wrestling, Paus.8.40.2; ζ. γαῖαν, of Ocean, AP9.778 (Phil.); ζ. νῆα ὅπλῳ,= ὑποζώννυμι 11, A.R.1.368: c. dupl. acc., ζ. τινὰ ζώνην LXX Le.8.7, cf. 1 Ki.17.39. II Med., ζώννῠμαι, gird oneself, esp. of athletes. γυμνός, ζωννυμένων τῶν πρὶν ἐνὶ σταδίῳ IG7.52.6 (Megara, iv B.C.); τὼ δὲ ζωσαμένω βήτην ἐς μέσσον ἀγῶνα Il.23.685, cf. 710; ζώννυνταί τε νέοι καὶ ἐπεντύνονται ἄεθλα Od.24.89; Ὀδυσσεὺς ζώσατο μὲν ῥάκεσιν περὶ μήδεα 18.67, cf. Parth. 10.2. 2 generally, gird up one's loins for battle, ζώννυσθαι ἄνωγεν Ἀργείους Il.11.15; ζώννυσθαι [ζωστῆρι] 10.78: c. acc., ὅθι ζωννύσκετο μίτρην 5.857 (vulg.); ζώσατο δὲ ζώνην 14.181 (vulg.); χαλκὸν ζώννυσθαι 23.130; ἐς γόνυ μέχρι χιτῶνα ζώννυσθαι Call.Dian.12; χιτῶνα εἰς μηρὸν ἔζωστο Plu.Ant.4; for labour, Hes.Op.345; ἐπὶ βουσίν A.R.1.426, etc.; ζώννυσθαι τὰς κοιλίας ζώναις Theopomp.Hist. 39a. III Pass., to be fixed by means of girths, LXX 1 Ma.6.37. 2 to be formed in belts or seams, καδμεία ἐζωσμένη (ἐξωσμ- codd.) prob. in Ps.-Democr.Alch.p.45B. (cf. ζωνῖτις). (ζω (ς)- from I.-E. yōs-, cf. Lith. júosti 'to gird', júostas, Avest. yāsta-,= ζωστός 'girt'.)