ὑπομιμνήσκω
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
English (LSJ)
(not ὑπομενε-μιμνήσκω, cf. PCair.Zen.15v.35 (iii B. C.), Phld.Ir.p.63 W.), fut. ὑπομνήσω, aor. ὑπέμνησα: I Act., 1 c. acc. pers., put one in mind or remind one of, ὑπέμνησέν τέ ἑ πατρός Od.1.321, cf. 15.3, Th.6.19; also ὑ. τοὺς Ἀθηναίους τάδε Id.7.64, cf. X.Cyr.3.3.37, Pl.Criti.108a, etc.; ὑ. ἡμᾶς τί βούλει δηλοῦν . . Id.Phlb.31c; τὸν εἰδότα περί τινος Id.Phdr.275d; τινὰ ὅτι . . Id.Phd.88d; πῶς Id.Phdr.277b; ὑ. τινά put him in mind, Id.La.181c; ἐὰν . . σεαυτὸν ὡς ἄνθρωπος ὢν ὑπομιμνήσκῃς Isoc.1.21. 2 bring to one's mind, mention, suggest, c. acc., Hdt.7.171, 9.6, S.Ph.1170 (lyr.), Pl. Phdr.241a, etc.; ὅτι . . Phld. l.c. b Medic., provoke a dormant process, τὴν ἔκκρισιν Sor.2.59; αἱμορροΐδας ἢ ἔμμηνα γυναιξίν Aët.3.136; cf. ὑπομνηστέον 3. 3 c. gen. rei, make mention of, πατρίδος τῆς ἐλευθερωτάτης Th.7.69, cf. Aeschin.3.156, Theoc.21.50. 4 c. acc. cogn., ἀληθῆ ὑ. Pl.R.427e: abs., καλῶς, ὀρθῶς ὑπέμνησας, Id.Phdr. 266d, Tht.187e; ἀναστὰς ὑπομνησάτω let him get up and remind me, And.1.70; ὑ. ὅτι . . suggest that... Pl.R.452c, etc. II Pass. or Med., fut. -μνησθήσομαι Phld.Sign.27:—call to mind, remember, τι Pl.Phlb.47e, La.188a, X.Cyr.6.1.24, etc; τινων Luc.Cat.4. 2 make mention, περί τινος A.Pers.329; ὡς ὑπέμνησται as has been observed above, Procl. in Prm.p.657 S. (v.l. ὑπομέμνησται).
German (Pape)
[Seite 1225] (s. μιμνήσκω), Einen woran gedenken machen, erinnern; ὑπέμνησέν τέ ἑ πατρός Od. 1, 321; υἱὸν νόστου ὑπομνήσουσα 15, 3; Thuc. 6, 19; σαυτὸν ὡς ἄνθρωπος ὤν Isocr. 1, 21; auch τί; Etwas in Erinnerung bringen, ins Gedächtniß rufen, Her. 7, 171; πάλιν παλαιὸν ἄλγημ' ὑπέμνασας Soph. Phil. 1155; τὰ πραχθέντα Plat. Phaedr. 741 a, u. öfter; auch τινά τι, Thuc. 7, 64; ὑπομίμνησκε ἡμᾶς, τί βούλει δηλοῦν Plat. Phil. 31 c; ὑπέμνησέ με ὁ λόγος, ὅτι Phaed. 88 d; Xen. Cyr. 6, 4,20; ὑπέμνησα ταῦτα ὑμᾶς Dem. 19, 25, vgl. 24, 15; auch τινί τι, ἴυγγά μοι δῆτ' ἀγαθῶν ἑτάρων ὑπομιμνήσκεις Aesch. Pers. 950. – Pass. sich woran erinnern, perf. eingedenk sein, u. aor. erwähnen; Xen. Cyr. 6, 1,24; περί τινος ὑπεμνήσθην Aesch. Pers. 321.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπομιμνήσκω: μέλλ. ὑπομνήσω, ἀόρ. ὑπέμνησα· Ι. ἐνεργ. 1) μετ’ αἰτ. προσώπ., ἐπιμνησθῆναι ποιῶ, ὑπενθυμίζω τινὰ περί τινος, ὑπέμνησεν δέ ἑ πατρὸς Ὀδ. Α. 321, πρβλ. Ο. 3, Θουκ. 6. 19· ὡσαύτως, ὑπ. τινά τι ὁ αὐτ. 7. 64, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 37, Πλάτ., κλπ.· ὑπ. τινὰ τί βούλεται... ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβῳ 31C· τινὰ περί τινος ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 275D· τινὰ ὅτι..., πῶς... ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 88D, κλπ.· ὑπ. τινά, ὑπενθυμίζω, ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 181C, πρβλ. Φαῖδρ. 266D· ἐάν... αὐτὸν ὡς ἄνθρωπος ὢν ὑπομιμνήσκῃς Ἰσοκρ. 6D. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., ἐπαναφέρω εἰς τὴν μνήμην τινός, μνημονεύω, ἀναφέρω, τι Ἡρόδ. 7. 171., 9. 6, Σοφ. Φιλ. 1170, Πλάτ., κλπ.· τινί τι Αἰσχύλ. Πέρσ. 990. 3) μετὰ γεν. πράγμ., κάμνω τινὰ νὰ ἐνθυμηθῆ τι, ἐπαναφέρω τι εἰς τὴν μνήμην τινός, πατρίδος τῆς ἐλευθερωτάτης Θουκ. 7. 69, πρβλ. Αἰσχίν. 75. 42, Θεόκρ. 21. 50. 4) μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἀληθῆ ὑπ. Πλάτ. Πολ. 427Ε· καὶ ἀπολ., καλῶς, ὀρθῶς ὑπέμνησας ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 266D, ἐν Θεαιτ. 187Ε· ὑπομνησάτω ἀναστὰς Ἀνδοκ 10. 3· ὑπομ. ὅτι..., προτείνω ὅτι..., Πλάτ. Πολ. 452C, κλπ. ΙΙ. παθ. ἢ μέσ., ἀνακαλῶ εἰς τὴν μνήμην μου, ἐνθυμοῦμαι, τι ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβῳ 47Ε, Λάχ. 188Α, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 24· τινος Λουκ. Κατάπλ. 4. 2) ποιοῦμαι μνείαν, περί τινος Αἰσχύλ. Πέρσ. 329. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 110-112.