ἐξυβρίζω

From LSJ
Revision as of 11:33, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξυβρίζω Medium diacritics: ἐξυβρίζω Low diacritics: εξυβρίζω Capitals: ΕΞΥΒΡΙΖΩ
Transliteration A: exybrízō Transliteration B: exybrizō Transliteration C: eksyvrizo Beta Code: e)cubri/zw

English (LSJ)

   A break out into insolence, wax wanton, Pherecyd.Syr.5, Hdt.4.146,7.5; εὐπραγίαις Th.1.84; ὑπὸ πλούτου X.Cyr.8.6.1; ἐ. ἐς τόδε come to this pitch of insolence, Th.3.39: with neut. Adj. or Pron., παντοῖα ἐ. commit all kinds of violence or extravagance, Hdt.3.126; τάδ' ἐ. S.El.293; ἐ. πλείω περὶ τοὺς θεούς Lys.2.9; τι εἴς τινα Luc. Fug.18; εἴς τινα Plu.Phoc.2, Eus.Mynd.54, Ant.Lib.21.3.    2 c. acc. pers., treat with insolence or violence, Id.12.2; also ἐ. τοὺς ἔρωτας Conon 24.2:—Pass., ἡ πόλις ὑφ' ὑμῶν -ίζετο Hyp.Phil.9; τὰ -ισμένα despised things, Longin.43.5.    II of the body, break out from high feeding, Pl.Lg.691c; of plants, to be over-luxuriant, Arist. GA725b35, Thphr.CP2.16.8; ὥσπερ ἐξυβρίσαντα τὸν δῆμον ἀναφῦσαι πλῆθος συκοφαντῶν Plu.Arist.26.

German (Pape)

[Seite 889] in Uebermuth, Frechheit ausbrechen, übermüthig u. ausgelassen werden, Her. 4, 146; von einem aufrührerischen Lande, 7, 5; εὐπραγίαις Thuc. 1, 84; εἴ τις τῶν σατραπῶν ὑπὸ πλούτου καὶ πλήθους ἀνθρώπων ἐξυβρίσειεν Xen. Cyr. 8, 6, 1; οὐκ ἂν ἐς τόδε ἐξύβρισαν, sie würden nichr so übermüthig geworden sein, Thuc. 3, 39; Plat. Legg. III, 691 c, τάδ' ἐξυβρίζει, diese Schmähungen stößt sie aus, Soph. El. 285; πλείω περὶ τοὺς θεούς, sich an den Göttern vergehen, Lys. 2, 9; εἴς τινα, seinen Muthwillen an Einem auslassen, ihn schmähen u. mißhandeln, Luc. fugit. 18 u. a. Sp.; auch τινά, Anton. Lib. 12. Pass. τὰ ἐξυβρισμένα, das Verachtete, Longin. 43, 5. – Von Pflanzen, üppig, geil wachsen, Theophr., Plut., wie σώματα ἐξυβρίζοντα Plat. Legg. III, 691 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξυβρίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, θρασύνομαι, γίνομαι θρασύς, αὐθάδης, αὐθαδιάζω, χρόνου δὲ οὐ πολλοῦ διεξελθόντος, αὐτίκα οἱ Μινύαι ἐξύβρισαν Ἡρόδ. 4. 146., 7. 5˙ εὐπραγίαις Θουκ. 1. 84˙ ὑπὸ πλούτου Ξεν. Κύρ. 8. 6, 1˙ ἐξ. ἐς τόδε, ἐξικνεῖσθαι εἰς τοιοῦτον βαθμὸν αὐθαδείας, Θουκ. 3. 39˙ μετ’ οὐδ’ ἐπιθ., παντοῖα ἐξυβρίζειν, ἐκτρέπεσθαι εἰς παντοίας βιαιοπραγίας, Ἡρόδ. 3. 126˙ τάδ’ ἐξ. Σοφ. Ἠλ. 293˙ ἐξ. πλείω περὶ τοὺς θεοὺς Λυς. 191. 19˙ μηδὲν ἐς ἡμᾶς ἄλλο ἐξύβριζον Λουκ. Δραπέτ. 18. 2) μετ’ αἰτ. προσ., μεταχειρίζομαί τινα ὑβριστικῶς καὶ τυραννικῶς, Ἀντών. Λιβεράλ. 12, Κόνων 24˙ ἐντεῦθεν ἐν τῷ Παθ., τὰ ἐξυβρισμένα, καταπεφρονημένα πράγματα, Λογγῖνος 43. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ σώματος ἐκ τῆς πολλῆς τροφῆς, «ξεσπῶ», ἐξυβρίζοντα τὰ μὲν εἰς νόσους θεῖ, τὰ δὲ εἰς ἔκγονον ὕβρεως ἀδικίαν Πλάτ. Νόμοι 691C˙ ἐπὶ φυτῶν, σφριγῶ, εἶμαι πλήρης ὀργανισμοῦ, Ἀριστ. π. Ζ. γεν. 1. 18, 58, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 16, 8.