καπνός
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
English (LSJ)
ὁ,
A smoke, Il.1.317, etc.; κνισάεντι καπνῷ Pi.I.4(3).66; καπνῷ πυρός A.Ag.497; spray, καπνοῦ καὶ κύματος ἐκτὸς ἔεργε νῆα Od. 12.219 (hence metaph., Porph.Abst.1.47): prov., καπνοῦ σκιά, of things worth nothing, A.Fr.399, S.Ph.946; τἄλλ' ἐγὼ καπνοῦ σκιᾶς οὐκ ἂν πριαίμην Id.Ant.1170; also περὶ καπνοῦ στενολεσχεῖν Ar.Nu. 320; κ. καὶ φλυαρία Pl.R.581d: and in pl., γραμμάτων καπνοί learned trifles, E.Hipp.954; καπνοὺς . . καὶ σκιάς Eup.51; nickname of a man, Id.122: metaph. also of envy, ὕδωρ καπνῷ φέρειν to throw water on the smoking embers, Pi.N.1.24: prov., ἐς αὐτὸ τὸ πῦρ ἐκ τοῦ καπνοῦ βιαζόμενος 'out of the frying-pan into the fire', Luc.Nec.4,al. II fumitory, Fumaria officinalis, Anon.Lond.36.58, Dsc.4.109.
German (Pape)
[Seite 1323] ὁ, der Rauch, Dampf; κνίση δ' οὐρανὸν ἷκεν ἑλισσομένη περὶ καπνῷ Il. 1, 317; ἱέμενος καὶ καπνὸν ἀποθρώσκοντα νοῆσαι ἧς γαίης Od. 1, 58; κνισσᾶς Pind. I. 3, 84, öfter; Tragg. u. in Prosa, auch übertr., καπνὸς μέλας γενοίμαν Aesch. Suppl. 760; καπνοῦ σκιά Soph. Phil. 934 Ant. 1155, was B. A. 48 durch οὐδέν erklärt wird; vgl. Eur. πολλῶν γραμμάτων τιμᾶν καπνούς, Hipp. 954; περὶ καπνοῦ στενολεσχεῖν Ar. Nubb. 329; καπνὸν καὶ φλυαρίαν ἡγεῖται Plat. Rep. IX, 581 d, wie auch wir sagen: blauer Dunst.
Greek (Liddell-Scott)
καπνός: ὁ, (ἴδε ἐν τέλ.) ὡς καὶ νῦν, Ὅμ., κλ.· κνισᾶντι καπνῷ Πινδ. Ι. 4. 113 (3. 84), πρβλ. Ἰλ. Α. 315· καπνῷ πυρὸς Αἰσχύλ. Ἀγ. 497· παροιμ. καπνοῦ σκιὰ, ἐπὶ μηδαμινῶν καὶ ἀναξίων λόγου πραγμάτων, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 295, Σοφ. Φιλ. 946. τἆλλ’ ἐγὼ καπνοῦ σκιᾶς οὐκ ἄν πριαίμην ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1170· ὡσαύτως περὶ καπνοῦ στενολεσχεῖν Ἀριστοφ. Νεφ. 320· καπνὸς καὶ φλυαρία Πλάτ. Πολ. 581D· καὶ ἐν τῷ πληθ., βάκχευε, πολλῶν γραμμάτων τιμῶν καπνοὺς, τιμῶν τὰς μωρίας τῶν πολλῶν γραμμάτων, Εὐριπ. Ἱππ. 954· καπνοὺς.. καὶ σκιὰς Εὔπολις ἐν «Αὐτολ.» 14· - μεταφ., λέλογχε δὲ μεμφομένοις ἐσλοὺς ὕδωρ καπνῷ φέρειν, ἐπέτυχε δὲ νὰ εὕρῃ εἰλικρινεῖς καὶ ἀγαθοὺς ἀνθρώπους, οἵτινες νὰ χύσωσιν ὕδωρ ἐπὶ τοῦ καπνίζοντος πυρὸς τῶν φθονερῶν, Πινδ. 1. 35, πρβλ. Πλουτ. Ἀποσπ. 23. 2. (Ἐκ τῆς √KVAP, ὡς φαίνεται ἐν τῷ Λιθ. kvap-as (ἀτμός), kvep-iu (φυσῶ), κτλ., ἀλλὰ τὸ υ ἐπώλετο ἐν τοῖς κάπος, καπύω, κεκαφηώς, καπνός, καὶ Σανσκρ. kapis (οὕτω)· ἐνῷ ἐν τῇ Λατ. τὸ k ἐξαφανίζεται, vapor, vapidus κτλ.).