ἀρχαιολογέω
From LSJ
English (LSJ)
A discuss antiquities or things out of date, Th.7.69; ἀ. τὰ Ἰουδαίων J.BJProoem. 6:—Pass., ἱστορία ἀρχαιολογουμένη a history treated in an antiquarian manner, D.H.1.74. II use an old-fashioned style, Luc.Lex. 15.
German (Pape)
[Seite 364] 1) Alterthümer, alte Geschichte erzählen, Thuc. 7, 69 u. Sp. – 2) alterthümlich reden u. schreiben, Luc. Lexiph. 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχαιολογέω: ὁμιλῶ περὶ πραγμάτων ἀπηρχαιωμένων καὶ ἑώλων, Θουκ. 7. 69· ἀρχ. τὰ Ἰουδαίων Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. προοίμ. β: ― Παθ. ἱστορία ἀρχαιολογουμένη, ἐξεταζομένη ὑπὸ ἀρχαιολογικὴν ἔποψιν, Διον. Ἁλ. 1. 74, Ὠριγέν. ΙΙ. μεταχειρίζομαι ὕφος ἀρχαῖον, Λουκ. Λεξιφ. 15.