νεβρός

From LSJ
Revision as of 11:36, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid

Menander, Monostichoi, 419
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεβρός Medium diacritics: νεβρός Low diacritics: νεβρός Capitals: ΝΕΒΡΟΣ
Transliteration A: nebrós Transliteration B: nebros Transliteration C: nevros Beta Code: nebro/s

English (LSJ)

ὁ,

   A young of the deer, fawn, Il.8.248, Od.4.336, etc.; πέδιλα νεβρῶν fawnskin brogues, Hdt.7.75; a type of cowardice, Il.4.243, 21.29; prov., ὁ ν. τὸν λέοντα (sc. αἱρεῖ), of anything strange, Luc. DMort.8.1:—also fem., Il.4.243, E.Ba.866 (lyr.), Trag.Adesp.419.

German (Pape)

[Seite 235] ὁ, das Junge des Hirsches, das Hirschkalb; Il. 8, 248 u. öfter; ἔλαφος ἐν ξυλόχῳ κρατεροῖο λέοντος νεβροὺς κοιμήσασα, Od. 4, 336. 17, 127; als Sinnbild der Furcht u. Verzagtheit, πεφυζότες ἠΰτε νεβροί, Il. 22, 1, τεθηπότες ἠΰτε νεβροί, 4, 243. 21, 29; ὡς κύων νεβρὸν ἐκμαστεύομεν, Aesch. Eum. 237; ποικιλόθριξ, Eur. Alc. 888; öfter; auch in Prosa, Plat. Charm. 155 d; τοὺς νεογνοὺς τῶν νεβρῶν, Xen. Cyn. 9, 3, öfter; Folgde. Sprichwörtlich ὁ νεβρὸς τὸν λέοντα, Luc. D. Mort. 8, 1. – Ἡ νεβρός, Eur. Pol. 6, Theocr. 12, 6, Plut. Sert. 11.

Greek (Liddell-Scott)

νεβρός: ὁ, τὸ νεογνὸν τῆς ἐλάφου, «ἐλαφάκι», Ἰλ. Θ. 248. Ὀδ. Δ. 336, κτλ.· πέδιλα νεβρῶν, ἐκ δερμάτων νεβροῦ, Ἡρόδ. 7. 75: - ὡς ἔμβλημα δειλίας, Ἰλ. Δ. 243, Φ. 29· παροιμ., ὁ ν. τὸν λέοντα (ἐξυπακ. αἱρεῖ), ἐπὶ πράγματος παραδόξου, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 8. 1. - Ὡσαύτως θηλ., Ἰλ. Δ. 243, Εὐρ. Βάκχ. 867, Πολύϊδ. 6. (Ἐκ τῆς √ΝΕϜ, νέϝ-ος, ἴδε νέος).