δυσήμερος
From LSJ
Full diacritics: δῠσήμερος | Medium diacritics: δυσήμερος | Low diacritics: δυσήμερος | Capitals: ΔΥΣΗΜΕΡΟΣ |
Transliteration A: dysḗmeros | Transliteration B: dysēmeros | Transliteration C: dysimeros | Beta Code: dush/meros |
ον, (ἥμερος)
A hard to tame, restive, Str.3.3.8, Ptol.Tetr. 56.
[Seite 680] sehr wild, unbändig, Strab. III p. 155.
δυσήμερος: -ον, (ἥμερος) δυσκόλως ἡμερούμενος, ἀτίθασος, ἄγριος, Στράβων 155.