ἔξαλλος
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
ον,
A special, distinguishing, ἐσθῆτες Plb.6.7.7, cf. LXX 2 Ki. 6.14; στέφανος OGI737.19 (ii B.C.); στολαί Ph.1.468; τὰ ἔ. τοῦ βαρβαρικοῦ κόσμου Plu.2.330a. Adv. -ως strangely, of superstitious veneration, Plb.32.15.7.
German (Pape)
[Seite 866] verschieden, – a) fremd, στολή, LXX. – b) ausgezeichnet, ausgesucht; Pol. 6, 7, 7; Plut. u. a. Sp. – Adv., Pol. 32, 25, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἔξαλλος: -ον, ὅλως διάφορος, ἐξάλλους μὲν ἐσθῆτας ὑπέλαβον δεῖν ἔχειν τοὺς ἡγουμένους τῶν ὑποταττομένων Πολύβ. 6. 7, 7· τὰ ἔξαλλα, τὰ ἀσυνήθη καὶ παράξενα, Πλούτ. 2. 329F. 2) λαμπρός, ἔξοχος, Ἑβδ. (Β΄, Βασιλ. ϛ΄, 14). ― Ἐπίρρ. -ως, Πολύβ. 32. 25, 7.