τινθός
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English (LSJ)
όν,
A boiling-hot, Hsch. (τιντόν cod.). II as Subst., the steam of a cauldron, Lyc.36.
German (Pape)
[Seite 1117] όν, kochend heiß, VLL.; – ὁ τινθός, der Rauch des Kessels, Lycophr. 36, vgl. Schol. Es ist verwandt mit θιμβρός, θερμός. Vgl. auch das lat. titio.
Greek (Liddell-Scott)
τινθός: -όν, «τινθόν· ἐφθὸν» (κῶδ. τιντὸν) Ἡσύχ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ ἀτμὸς χύτρας, Λυκόφρ. 36.