βαρύπυκνος
From LSJ
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ον,
A in the lower part of the πυκνόν (q.v.), φθόγγοι Aristid.Quint.3.10, Cleonid.Harm.4, etc.
German (Pape)
[Seite 434] bei den Music. mit dem πυκνόν, w. m. s., in der Tiefe.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύπυκνος: -ον, βαρὺς καὶ πυκνός, ἐπὶ τῶν μουσικῶν φθόγγων· «βαρύπυκνοι μὲν οὖν εἰσι πέντε οἵδε, ὑπάτη ὐπάτων, ὑπάτη μέσων, μέση, παραμέση, νήτη διεζευγμένων» Εὐκλείδ. 6.