ἐπίκαιρος

Revision as of 11:37, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

English (LSJ)

ον,

   A in fit time or place, seasonable, opportune, S.OT875 (lyr.), Th.6.34; νίκη -οτάτη Id.8.106; of places, -ότατον χωρίον πρὸς τὰ ἐπὶ Θρᾴκης ἀποχρῆσθαι Id.1.68; τὰ ἐ. advantageous positions, X.Hier.10.5; τοὺς ἐ. τῶν τόπων D. 18.27, cf. Arist.Pol.1331a21; Κόρκυρα ἐν -οτάτῳ κειμένη Isoc.15.108; τὰ ἐνδεχόμενα καὶ -ότατα Arist.Rh.1396b5; τοῦ πάθους τὸ ἐ. spontaneous outburst of passion, Longin.18.2: also c.gen., τρίποδα . .λουτρῶν ἐπίκαιρον, = καιρὸν ἔχοντα λουτρῶν, convenient for... S.Aj.1406 (anap.); ἰατὴρ -ότατος helping in time of need, Pi.P.4.270. Adv. -ως Sm.Ps.9.10, Sup. -οτάτως Anon.in Rh.132.8.    2. serious, important, ἐ. σημεῖα important symptoms, Hp.Epid.1.25; ἐς τέκμαρσιν Id.Acut. .    3. of parts of the body, vital, ἐν τῷ -οτάτῳ ἀφύλακτον X.Eq.12.7, cf. Arist.GA766a24; ἐ. τοῦ ζῆν necessary for life, ib.719a16; of wounds, dangerous, ἐ. τρῶμα Hp.Fract.11; ἕλκος Id.Acut.46. Adv. -ρως, τετρῶσθαι Paus.4.8.4.    4. susceptible to disorders, Gal.Nat.Fac.2.8.    II. for a time, temporary, opp. ἀΐδιος, Epict.Gnom.8; ἡ τῆς δόξης ἐ. εὐδαιμονία Vett.Val.130.30.

German (Pape)

[Seite 945] zur rechten Zeit, am rechten Orte, gelegen; ἐπικαιρότατος ἰατήρ Pind. P. 4, 270; ἃ μἡ' πίκαιρα μηδὲ συμφέροντα Soph. O. R. 875; τρίποδ' ἀμφίπ υρον λουτρῶν ὁσίων θέσθ' ἐπίκαιρον, zum Bade tauglich, Ai. 1385; τὸ μὲν ἐπικαιρότατον χωρίον πρὸς τὰ ἐπὶ Θρᾴκης ἀποχρῆσθαι Thuc. 1, 68; νίκη 8, 106; φυλακαί Xen. Mem. 3, 6, 10; τὰ ἐπίκαιρα φυλάσσοντες Hier. 10, 5; τοὺς ἐπικαίρους τῶν τόπων Dem. 18, 27; Folgde. – Auch wie ἐπικαίριος, leicht verwundbar, gefährlich, von Theilen des Körpers, Hippocr.; Arist. gener. an. 4, 1 part. an. 4, 2; auch ἕλκος, Hippocr. – Zeitlich, vorübergehend, Ggstz ἀΐδιος, Stob. fl. 5, 112; ζημία u. ä., Clem. Al. – Adv., Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίκαιρος: -ον, ἐν καταλλήλῳ καιρῷ ἢ τόπῳ, ἔγκαιρος, κατάλληλος, χρήσιμος, ὠφέλιμος, Σοφ. Ο. Τ. 875, Θουκ. 6, 34· νίκη ὁ αὐτ. 8. 106· ἐπὶ τόπων ἢ θέσεων, ἐπικαιρότατον χωρίον πρὸς τὰ ἐπὶ Θρᾴκης ἀποχρῆσθαι ὁ αὐτ. 1. 68· τὰ ἐπ., θέσεις σπουδαῖαι καὶ χρήσιμοι, Ξεν. Ἱερ. 19, 5· τοὺς ἐπικαίρους τῶν τόπων Δημ. 234. 14, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 12, 1· νῆσος ἐν ἐπικαιροτάτῳ κειμένη Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 115· τὰ ἐπικαιρότατα Ἀριστ. Ρητ. 2. 22, 10· τοῦ πάθους τὸ ἐπ. Λογγῖν. 18. 2:- ὡσαύτως μετὰ γεν., τρίποδα… λουτρῶν ἐπίκαιρον = καιρὸν ἔχοντα λουτρῶν, κατάλληλον διά…, Σοφ. Αἴ. 1406:- ἐπὶ προσώπων, βοηθῶν ἐν καιρῷ ἀνάγκης, Πινδ. Π. 4. 488. 2) σπουδαῖος, ἔχων μεγάλην σημασίαν, ἐπ. σημεῖα, σπουδαῖα συμπτώματα, Ἱππ. 964Α, πρβλ. 383. 36, κτλ.· ἐπ. τρῶμα ὁ αὐτ. 759G. 3) ἐπὶ μερῶν τοῦ σώματος, σπουδαίος, καίριος, Ξεν. Ἱππ. 12, 7, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 1, 35· ἐπ. τοῦ ζῆν, ἀναγκαῖος πρὸς ζωήν, αὐτόθι 1. 11, 5: ἐπὶ τραυμάτων ἢ ἑλκῶν, ἐπικίνδυνος (πρβλ. καίριος), ἐπ. ἕλκος Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 391.- Ἐπιρρ., ἐπικαίρως τετρῶσθαι Παυσ. 4. 8. 4. ΙΙ. πρόσκαιρος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀΐδιος, Ἐπίκτ. παρὰ Στοβ. 74. 16, Κλημ. Ἀλ. 220.