ἱππόκρημνος

From LSJ
Revision as of 11:38, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππόκρημνος Medium diacritics: ἱππόκρημνος Low diacritics: ιππόκρημνος Capitals: ΙΠΠΟΚΡΗΜΝΟΣ
Transliteration A: hippókrēmnos Transliteration B: hippokrēmnos Transliteration C: ippokrimnos Beta Code: i(ppo/krhmnos

English (LSJ)

ον,

   A tremendously steep, ἱ. ῥῆμα a neck-breaking word, Ar.Ra. 929.

German (Pape)

[Seite 1260] roßsteil, ῥῆμα, ein hochtrabendes, halsbrechendes Wort, Ar. Ran. 929. Vgl. ἱπποβάμων.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππόκρημνος: -ον, καθ’ ὑπερβολὴν κρημνώδης, δύσβατος, ἐπὶ λέξεων τὰς ὁποίας πρέπει νὰ σπάσῃ τις τὸ κεφάλι του ὅπως τὰς ἐννοήσῃ, γρυπαέτους χαλκηλάτους καὶ ῥήμαθ’ ἱππόκρημνα, ἃ ξυμβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον Ἀριστοφ. Βάτρ. 929˙ ἴδε ἵππος VI.