πολύθυτος
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
ον,
A abounding in sacrifices, ἔρανος, πομπαί, Pi.P.5.77, N.7.47; σφαγαί S.Tr.756; ἄλσος Ἀρτέμιδος E.IA185 (lyr.); τιμά Id.Heracl.777 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 663] mit od. von vielen Opfern; ἔρανος, πομπαί, Pind. P. 5, 72 N. 7, 47; τιμά, ἄλσος, Eur. Heracl. 777 I. A. 185; σφαγαί, Soph. Trach. 753.
Greek (Liddell-Scott)
πολύθῠτος: -ον, ὁ πλήρης θυσιῶν, ὁ μετὰ πολλῶν θυσιῶν, ἔρανος, πομπαὶ Πινδ. Π. 5. 102, Ν. 7. 69· σφαγαὶ Σοφ. Τρ. 756· ἄλσος Ἀρτέμιδος Εὐρ. Ι. A. 185· τιμὴ ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 777 (ἔνθα ὁ Δινδ. πολύθυστος χάριν τοῦ μέτρου, πρβλ. ἄθυστος).