αὐτοπρόσωπος

From LSJ
Revision as of 11:38, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοπρόσωπος Medium diacritics: αὐτοπρόσωπος Low diacritics: αυτοπρόσωπος Capitals: ΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: autoprósōpos Transliteration B: autoprosōpos Transliteration C: aftoprosopos Beta Code: au)topro/swpos

English (LSJ)

ον,

   A in one's own person, without a mask, of an actor, Ath.10.452f, cf. Jul.Mis.367b; αὐ. φανῆναι Luc.Pr.Im.3; αὐ. ὁρᾶν τὸ κάλλος Id.Tim.27; λέγειν Id.JTr.29; speaking in one's own person, Sch.Il.Oxy.1086.64, al.; συγγράμματα αὐ. in which the author speaks in his own person, Ammon. in Cat.4.16; cf. αὐτοδιήγητος. Adv. -πως, θεσπίσαι Ph.2.208; εἰσάγειν τοὺς κωμῳδουμένους Hermog.Stat. II (v.l. -πους) ; ὑποκρινόμενος Him.Ecl.2.21; ἀντεπιστεῖλαι CPR20 ii 5 (iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 400] (πρόσωπον), in eigener Person, ohne Maske, ὑποκρίτης Ath. X, 452 f; κάλλος Luc. Tim. 27; λέγειν, in eigener Person sprechen, lup. trag. 29; Ggstz δι' ἐπιστολῆς Synes.; τὰ αὐτοπρόσωπα, sc. συγγράμματα, den διαλογικά u. ἐξωτερικά entgegengesetzt, wo der Verfasser in eigener Person lehrend auftritt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοπρόσωπος: -ον, ὁ ἄνευ προσωπείου, ἐπὶ ἠθοποιοῦ, Ἀθήν. 452F· αὐτ. φανῆναι Λουκ. ὑπερ. τ. εἰκ. 3· αὐτ. ὁρᾶν τὸ κάλλος ὁ αὐτ. Τίμ. 27: καὶ τὸν μὲν Δᾶμιν αὐτοπρόσωπον καὶ δι’ αὐτοῦ λέγειν, αὐτοπροσώπως, οὐχὶ δι’ ἄλλου, ὁ αὐτ. Ζεὺς τραγ. 29· τὸ αὐτοπρόσωπον (ἐνν. σύγγραμμα), σύγγραμμα ἐν ᾡ αὐτὸς ὁ συγγραφεὺς ὁμιλεῖ κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ διαλογικὰ συγγράμματα· πρβλ. αὐτοδιήγητος. - Ἐπίρρ., αὐτοπροσώπως λέγειν Κλήμ. Ἀλ. 543.