ὕπαρνος
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ον,
A with a lamb under it, i.e. suckling a lamb or (metaph.) a babe, E.Andr.557, Call.Ap.53; ὕπαρνοι ἀγέλης PLond.3.1171.5 (i B. C.); cf. ὑπόρρηνος.
Greek (Liddell-Scott)
ὕπαρνος: -ον, ὁ ἔχων τὸν ἀμνὸν ὑποκάτω, δηλ. θηλάζων ἀμνὸν ἢ (μεταφορ.) θηλάζων βρέφος, Εὐρ. Ἀνδρ. 557, Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 53, πρβλ. ὑπόρρηνος. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὕπαρνος ποίμνη· ἄρνας ἔχουσα».