ἀνεπίστρεπτος
From LSJ
Τὸ δ' ἐκ τυράννων αἰσχροκέρδειαν φιλεῖ → The race of tyrants loves shameful profit
English (LSJ)
ον, prop.
A without turning round: hence metaph., indifferent, heedless, πάντων Phld.Herc. 1251.17, cf. Artem. 2.37. Adv. -τως Arr.Epict.2.9.4, PMag.Par.1.45: also -τεί or -τί Ph.1.90 (-τί), Plu.2.46e, 418b, PMag.Lond.121.439.
German (Pape)
[Seite 225] sich. nicht kehrend an etwas, unbekümmert um etwas, τινός, Synes.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπίστρεπτος: -ον, ὁ μὴ ἐπιστρεφόμενος: μεταφ., ἀπρόσεκτος, ἀδιάφορος, Ἀρτεμίδ.· τινὸς Συνέσ. 145C. - Ἐπίρρ. -τως Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 9, 4· ὡσαύτως -τεὶ ἢ τί, Πλούτ. 2. 46Ε, 418Β.