περίζωμα
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
ατος, τό,
A girdle worn round the loins, PRev.Laws94.7 (iii B. C.), Plu.Rom.21 (in form περί-ζωσμα), Poll.7.65, etc.; worn by athletes, Paus.1.44.1; by priests, Plu.Aem.33; by smiths, Arr. Epict.4.8.16; ἔχειν π. wear the apron, of a cook, Hegesipp.Com.1.7 : hence οἱ λόγοι σου περιζώματος ὄζουσιν Plu.2.182d; ἀσκεῖν ἐκ περιζώματος practise an art with the apron on. i.e. merely with the outward appendage of an art, superficially, D.H.Din.1; of soldiers, underclothing, ἐν περιζώμασιν, opp. ἐν θώραξι, Plb.6.25.3.
German (Pape)
[Seite 576] τό, das, womit man sich umgürtet, Gurt, auch Schurzfell, Schürze, wie sie die Schmiede, Köche, Gastwirthe hatten, Ath. VII, 290; Arr. Ep. 4, 8; Plut. reipubl. ger. praec. 28. Bei Pol. 6, 25, 3 ist ἐν περιζώμασιν ἐκινδύνευον ein bloßer Gurt, ohne schwere Rüstung, Ggstz ἐν θώραξι, vgl. 2, 9, 3; Plut. Aemil. P. 33. – Ἀσκεῖν ἐκ περιζώματος oder περίζωμα ἔχοντα, auf handwerksmäßige, gemeine Weise oder oberflächlich üben, treiben; neben παρέργως, Hegesipp. bei Ath. a. a. O. (v. 7); D. Hal. de Din. 1.
Greek (Liddell-Scott)
περίζωμα: τό, τὸ πέριξ τινὸς ἐζωσμένον, ζώνη περὶ τὴν ὀσφύν τινος ἢ «ποδιά», ὡς τὸ διάζωμα Ι. 1, Πλουτ. Ρωμ. 21, Πολυδ. Ζ΄, 65, κτλ.· ὃ ἐφόρουν οἱ ἀθληταί, Παυσ. 1. 44, 1· οἱ θύοντες ἱερεῖς, Πλουτ. Αἰμίλ. 33· οἱ σιδηρουργοί, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 8, 16· οἱ μάγειροι (ἴδε περιζώννυμαι)· ― ἐντεῦθεν ἐσχηματίσθησαν πολλαὶ παροιμιώδεις φράσεις, ἔχω π., φορῶ ποδιάν, ἐπὶ τοῦ μαγείρου, ἔχων περίζωμα Ἡγήσιππ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 7· οἱ λόγοι σου περιζώματος ὄζουσιν Πλούτ. 2. 182D, ἔνθα ἴδε Wytt.· ἀσκῶ ἐκ περιζώματος, ἀσκῶ τέχνην τινὰ φορῶν τὸ περίζωμα, δηλ. ἁπλῶς τὸ ἐξωτερικὸν σημεῖον τῆς τέχνης ἔχω, ἀσκῶ αὐτὴν ἐπιπολαίως, Διον. Ἁλ. Δείναρχος 1· ― ἐπὶ στρατιωτῶν, τὰ ὑπὸ τὴν πανοπλίαν φορούμενα ἐνδύματα, ἐν περιζώμασιν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐν θώραξι, Πολύβ. 6. 25, 3.