ἐκπτοέω
From LSJ
English (LSJ)
A = ἐκπτήσσω, Tz.H.5.484 :—Pass., to be struck with admiration, E.Cyc.185 ; τὰς ψυχὰς ἐξεπτόηντο were greatly excited, Hdn. 5.4.1. 2 to be scared, Plb.5.36.3,14.5.7. ἔκπτοιος, ον, scared, Phryn.PSp.15B.
German (Pape)
[Seite 777] verstärktes simplex; im pass., heftig erschrecken, sich entsetzen, Eur. Cycl. 185; Pol. 5, 36, 3 u. a. Sp.; auch von freudiger Ueberraschung, τὰς ψυχὰς ἐξεπτόηντο Hdn. 5, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπτοέω: τῷ προηγ., Τζέτζ.: - Παθ. ἐκπλήττομαι, καταλαμβάνομαι ὑπὸ θαυμασμοῦ, Εὐρ. Κύκλ. 185, Πολύβ. 5. 36, 3· τὰς ψυχὰς ἐξεπτόηντο, ἦσαν πολὺ τεθορυβημένοι, Ἡρωδιαν. 5. 4, 1.