δυσκατάλυτος
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ον,
A hard to bring to an end, πόλεμοι Str.14.1.28; hard to overthrow, δυναστεία J.BJ4.5.5.
German (Pape)
[Seite 682] schwer aufzulösen; πόλεμος, beizulegen, Strab. XIV p. 643; δυναστεία Ios.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκατάλῠτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ καταλύσῃ ἢ νὰ διαλύσῃ τις, πόλεμος Στράβων 643.