θηρευτής
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A hunter, used by Hom. (only in Il.) always as Adj., κύνεσσι καὶ ἀνδράσι θηρευτῇσιν hounds and huntsmen, Il.12.41; ἐν κυσὶ θηρευτῇσι 11.325; so θ. ἄνδρες Hes.Sc.303, 388; κύνες Thgn.1254, X.Ages.9.6: as Subst., Hdt.1.123, Satyr.Vit.Eur.Fr.39 XXi14; of a fisher, Hdt.2.70; θ. πέρδιξ a decoy partridge, Arist.HA614a10; θ. ἰξός birdlime, AP5.99. 2 metaph., θ. νέων καὶ πλουσίων Pl.Sph.231d, cf. Chor.p.67 B.; καλλίστων ὀνομάτων Ath.3.122c.
German (Pape)
[Seite 1209] ὁ, der Jäger; Her. 1, 123; Plat. Tim. 24 a. Bei Hom adj., mit ἄνδρες vrbdn Iliad. 12, 41 (wie Hes. sc. 303. 388), mit κύνες 11, 325, wie Xen. Ag. 9, 6. Uebertr., νέων καὶ πλο υσίων Plat. Soph. 231 d, mit μιμηταί vrbdn Rep. II, 373 b, die nach äußerem Scheine haschen; vgl. Ath. III, 122 c.
Greek (Liddell-Scott)
θηρευτής: -οῦ, ὁ, (θηρεύω) = θηρατής, κυνηγός, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. (μόνον ἐν Ἰλ.) ἀείποτε ὡς ἐπίθ., ἔν τε κύνεσσι καὶ ἀνδράσι θηρευτῇσιν Ἰλ. Μ. 41· ἐν κυσὶ θηρευτῇσι Λ. 325· οὕτω δὲ καὶ ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 303, 388, Θεόγν. 1254, Ξεν. Ἀγησ. 9, 6· ὡσαύτως ἐπὶ ἀλιέως, Ἡρόδ. 2. 70· θηρευτὴς πέρδιξ, οὗ ἐγίνετο χρῆσις πρὸς ἀποπλάνησιν ἄλλων, Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 8, 8· θ. ἰξὸς Ἀνθ. Π. 5. 100. 2) μεταφ., θ. νέων καὶ πλουσίων Πλάτ. Σοφ. 231D· καλλίστων ὀνομάτων Ἀθήν. 122C.