πέτρωμα
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
ατος, τό,
A mass of stone, ἱερὸν π. καλούμενον, λίθοι δύο πρὸς ἀλλήλους ἡρμοσμένοι Paus.8.15.1. II θανεῖν . . λευσίμῳ πετρώματι to die by stoning, E.Or.50,442.
German (Pape)
[Seite 606] τό (Versteinerung), Steinigung oder Herabstürzung vom Felsen, θανεῖν λευσίμῳ πετρώματι, Eur. Or. 50. 442, vgl. Herm. Ion 1251.
Greek (Liddell-Scott)
πέτρωμα: τό, (πετρόω) ὄγκος ἀποτελούμενος ἐκ πετρῶν, ἱερὸν πέτρωμα καλούμενον, λίθοι δύο πρὸς ἀλλήλους ἡρμοσμένοι Παυσ. 8. 15, 1. ΙΙ. τὸ φονεύειν τινὰ διὰ πετρῶν, διὰ λιθοβολίας, θανεῖν… λευσίμῳ πετρώματι Εὐρ. Ὀρ. 50. 442.