βδέλυγμα
From LSJ
ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)
English (LSJ)
ατος, τό,
A abomination, τοῖς Αἰγ. πᾶς ποιμήν β. LXX Ge. 43.32, etc.; β. τῶν ἐρημώσεων, ἐρημώσεως, of an idol, ib.Da.9.27, 1 Ma. 1.54, cf. Ev.Matt.24.15.
German (Pape)
[Seite 440] τό, das Verabscheute, Scheusal, LXX.; N. T.
Greek (Liddell-Scott)
βδέλυγμα: τό, πρᾶγμα βδελυκτόν, δηλ. εἴδωλον ἢ πρᾶγμα προσφερόμενον εἰς εἴδωλα, Ἑβδ. (Δαν. θʹ, 27., 1 Μακκ. αʹ, 54), πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. κδʹ, 15· ‒ βδελυγμός, ὁ, παρ’ Ἡσυχ.