βρυχηδόν
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
English (LSJ)
Adv., (βρύχω)
A with gnashing of teeth, AP9.371. II (βρυχάομαι) with bellowing, A.R.3.1374, Nonn.D.29.311.
German (Pape)
[Seite 466] heulend, brüllend, Ap. Rh. 3, 1374; Nonn.; vom Hunde Ep. ad. 419 (IX, 371).
Greek (Liddell-Scott)
βρῡχηδόν: ἐπίρρ. (βρύχω) μὲ τρίξιμον τῶν ὀδόντων, Ἀνθ. ΙΙ. 9. 371. ΙΙ. (βρυχάομαι) μὲ βρυχηθμόν, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1374, κ. ἄλλοι.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 en mugissant;
2 en grinçant des dents.
Étymologie: βρυχάομαι, -δον.