ἀπορροή

From LSJ
Revision as of 19:21, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπορροή Medium diacritics: ἀπορροή Low diacritics: απορροή Capitals: ΑΠΟΡΡΟΗ
Transliteration A: aporroḗ Transliteration B: aporroē Transliteration C: aporroi Beta Code: a)porroh/

English (LSJ)

, ἀπορρέω)

   A flowing off, stream, αἵματος ἀπορροαί E.Hel. 1587; outflow, Sabin. ap. Orib.9.15.6; surface from which water flows off, D.S.2.8.    2 falling of a river, Aristid.Or.36(48).36.    3 exhalation, Plu.Sol.23.    4 effluence, emanation, ἀπορροὴ τοῦ κάλλους Pl.Phdr.251b; πάντων ἀπορροαὶ ὅσσ' ἐγένοντο Emp.89, cf. Arist. Pr.908a21, Plot.2.3.2; ἔστι χρόα ἀπορροὴ σχήματων ὄψει ξύμμετρος Pl. Men.76d.    II falling away, loss, τὰ ἐκεῖ ταχθέντα κατὰ φύσιν μένοντα οὐδεμίαν πάσχει ἀ. Plot.2.1.4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπορροή: καὶ ἀπόρροια, ἡ, τὸ δεύτερον (κατὰ Φρύνιχ.) ἦττον Ἀττ., ἀλλ’ ἔτι κεῖται παρὰ Ξεν. ἐν Ἑλλ. 5. 2, 5, ἴδε Λοβ. Φρύν. 496· (ἀπορρέω): - ἐκροή, ῥεῦσις, αἵματος ἀπορροαὶ Εὐρ. Ἑλ. 1587· ἐπὶ ὕδατος, ἐμφραχθείσης δὲ τῆς ἁπορροίας ᾔρετο τὸ ὕδωρ Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ. ῥυάκιον, [IV] Πίνακ. Ἡρακλ. Ι17· 22· 27· 32· 56· 87, ἀναθυμίασις, ἀτμοσφαιρικὴ ἐπίδρασις, Πλουτ. Σόλων 23. 2) ἐκροὴ, ἐκπόρευσις, ἔκχυσις, δεξάμενος γάρ τοῦ κάλλους τὴν ἀπορροὴν διὰ τῶν ὀμμάτων ἐθερμάνθη Πλάτ. Φαῖδρ. 251Β· ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ τοῦ Ἐμπεδοκλέους, ἀπόρροιαι ἐκαλοῦντο αἱ ἐκπηγάσεις ἢ ῥοαὶ, δι’ ὧν χρώματα καὶ ἀλλαι ὁραταὶ ἰδιότητες τῶν πραγμάτων ἐγίνοντο καταληπταὶ ἀπὸ τὸν νοῦν, Ἐμπεδ. 337, πρβλ. Ἀριστ. π. Αἰσθ. 2. 10., 3. 15, κ. ἀλλ.· οὕτως ἐν τῷ φιλοσοφικῷ συστήματι τοῦ Δημοκρίτου, ὁ αὐτ. Περὶ τ. καθ’ ὕπν. μαντ. 2, 5· οὕτως, ἐστὶ... ἀπορροὴ σχήματος ὄψει ξύμμετρος Πλάτ. Μένων 76D· ἔνθαθεωρία ἀποδίδοται εἰς τὸν Γοργίαν, πρβλ. Τίμ. 67C. ΙΙ. πτῶσις, τῶν φύλλων Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 1, 2.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I. écoulement;
II. p. anal. 1 chute (de feuilles);
2 exhalaison, émanation (de vapeurs, d’odeurs, etc.) ; odeur;
3 influence des astres;
4 fig. émanation (de la beauté).
Étymologie: ἀπορρέω.