ἀγάννιφος
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
ον,
A much snowed on, snow-capt, Ὄλυμπος Il.1.420; ἄκρα Epich.130.
German (Pape)
[Seite 9] Ὄλυμπος, Hom. Il. 1, 420. 18, 186, sehr beschneit.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγάννῐφος: -ον, ὁ χιόνι πολλῇ νιφόμενος, κεκαλυμμένος ὑπὸ χιόνος, Ὄλυμπος, Ἰλ. Α, 420.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
couvert de neiges abondantes.
Étymologie: ἄγαν, νίφω.